αγαλματουργία

αγαλματουργία
ἀγαλματουργία, η (Α)
η αγαλματοποιία*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀγαλματουργία — ἀγαλματουργίᾱ , ἀγαλματουργία fem nom/voc/acc dual ἀγαλματουργίᾱ , ἀγαλματουργία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαλματουργίᾳ — ἀγαλματουργίᾱͅ , ἀγαλματουργία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαλματουργίας — ἀγαλματουργίᾱς , ἀγαλματουργία fem acc pl ἀγαλματουργίᾱς , ἀγαλματουργία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαλματουργίαι — ἀγαλματουργίᾱͅ , ἀγαλματουργία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαλματουργίαν — ἀγαλματουργίᾱν , ἀγαλματουργία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”